Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄποπρο
ἀποπροαιρέω
ἀποπροβάλλω
ἀποπροέηκε
ἀπόπροθεν
ἀπόπροθι
ἀποπροθρῴσκω
ἀποπροΐημι
ἀποπρολείπω
ἀποπροτέμνω
ἀποπτοέομαι
ἀπόπτολις
ἄποπτος
ἀπόπτυστος
ἀποπτῡ́ω
ἀπόπτωμα
ἀποπῡδαρίζω
ἀποπυνθάνομαι
ἀποπῡτίζω
ἀποργίζομαι
ἀπόρευτος
View word page
ἀπο-πτοέομαι
ἀποπτοέομαιpass.contr.vb of horsesbe scared awayPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποπτοέομαι
Headword (normalized):
ἀποπτοέομαι
Headword (normalized/stripped):
αποπτοεομαι
IDX:
236
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-237
Key:
ἀποπτοέομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀπο-πτοέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀπο<hyph/>πτοέομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of horses</Indic><Tr>be scared away</Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀποπτοέομαι'}