Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κυαμευτός
κυαμεύω
κύαμος
κυαμοτρώξ
κυάναιγις
κυανάμπυξ
κυανανθής
κυάνασπις
κυαναυγής
Κυάνεαι
κυανέμβολος
κυάνεος
κυανοειδής
κῡανόπεζα
κῡανόπεπλος
κυανοπλόκαμος
κυανόπλοκος
κυανόπρῳρος
κυανόπτερος
κύανος
κυανόστολος
View word page
κυαν-έμβολος
κυαν-έμβολοςονadj of ships, their prowsdark-beakedE. Ar.

ShortDef

dark-prowed

Debugging

Headword:
κυανέμβολος
Headword (normalized):
κυανέμβολος
Headword (normalized/stripped):
κυανεμβολος
IDX:
23697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23698
Key:
κυανέμβολος

Data

{'headword_display': '<b>κυαν-έμβολος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κυαν-έμβολος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of ships, their prows</Indic><Tr>dark-beaked</Tr><Au>E. Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κυανέμβολος'}