Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
κύαθος
κυαμευτός
κυαμεύω
κύαμος
κυαμοτρώξ
κυάναιγις
κυανάμπυξ
κυανανθής
κυάνασπις
κυαναυγής
Κυάνεαι
κυανέμβολος
κυάνεος
κυανοειδής
κῡανόπεζα
κῡανόπεπλος
κυανοπλόκαμος
κυανόπλοκος
κυανόπρῳρος
κυανόπτερος
κύανος
View word page
Κυάνεαι
Κυάνεαι
fem.pl.
see
κυάνεος
9
ShortDef
dark rocks
Debugging
Headword:
Κυάνεαι
Headword (normalized):
κυάνεαι
Headword (normalized/stripped):
κυανεαι
IDX:
23696
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23697
Key:
Κυάνεαι
Data
{'headword_display': '<b>Κυάνεαι</b>', 'content': '<XE><RefFm>Κυάνεαι<LblR>fem.pl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>κυάνεος</Ref> 9</XR> </XE>', 'key': 'Κυάνεαι'}