Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κτύπος
κυαθίζω
κύαθος
κυαμευτός
κυαμεύω
κύαμος
κυαμοτρώξ
κυάναιγις
κυανάμπυξ
κυανανθής
κυάνασπις
κυαναυγής
Κυάνεαι
κυανέμβολος
κυάνεος
κυανοειδής
κῡανόπεζα
κῡανόπεπλος
κυανοπλόκαμος
κυανόπλοκος
κυανόπρῳρος
View word page
κυάν-ασπις
κυάν-ασπιςιδοςmasc.fem.adjἀσπίς1 of warriorswith dark-coloured shieldAnacr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κυάνασπις
Headword (normalized):
κυάνασπις
Headword (normalized/stripped):
κυανασπις
IDX:
23694
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23695
Key:
κυάνασπις

Data

{'headword_display': '<b>κυάν-ασπις</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κυάν-ασπις</HL><Infl>ιδος</Infl><PS>masc.fem.adj</PS><Ety><Ref>ἀσπίς<Hm>1</Hm></Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of warriors</Indic><Tr>with dark-coloured shield</Tr><Au>Anacr.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κυάνασπις'}