Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κτύπημα
κτύπος
κυαθίζω
κύαθος
κυαμευτός
κυαμεύω
κύαμος
κυαμοτρώξ
κυάναιγις
κυανάμπυξ
κυανανθής
κυάνασπις
κυαναυγής
Κυάνεαι
κυανέμβολος
κυάνεος
κυανοειδής
κῡανόπεζα
κῡανόπεπλος
κυανοπλόκαμος
κυανόπλοκος
View word page
κυαν-ανθής
κυαν-ανθήςέςadjἄνθος of a stormy seadark-huedB.

ShortDef

of dark hue

Debugging

Headword:
κυανανθής
Headword (normalized):
κυανανθής
Headword (normalized/stripped):
κυανανθης
IDX:
23693
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23694
Key:
κυανανθής

Data

{'headword_display': '<b>κυαν-ανθής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κυαν-ανθής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἄνθος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a stormy sea</Indic><Tr>dark-hued</Tr><Au>B.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κυανανθής'}