Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κτίστης
κτιστός
κτιστύς
κτίστωρ
κτίτης
κτυπέω
κτύπημα
κτύπος
κυαθίζω
κύαθος
κυαμευτός
κυαμεύω
κύαμος
κυαμοτρώξ
κυάναιγις
κυανάμπυξ
κυανανθής
κυάνασπις
κυαναυγής
Κυάνεαι
κυανέμβολος
View word page
κυαμευτός
κυαμευτόςή όνadjκυαμεύω of personschosen by lotX. Plu.

ShortDef

chosen by beans

Debugging

Headword:
κυαμευτός
Headword (normalized):
κυαμευτός
Headword (normalized/stripped):
κυαμευτος
IDX:
23687
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23688
Key:
κυαμευτός

Data

{'headword_display': '<b>κυαμευτός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κυαμευτός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κυαμεύω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>chosen by lot</Tr><Au>X. Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κυαμευτός'}