Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κτιλόομαι
κτίλος
κτίσις
κτίσμα
κτίστης
κτιστός
κτιστύς
κτίστωρ
κτίτης
κτυπέω
κτύπημα
κτύπος
κυαθίζω
κύαθος
κυαμευτός
κυαμεύω
κύαμος
κυαμοτρώξ
κυάναιγις
κυανάμπυξ
κυανανθής
View word page
κτύπημα
κτύπημαατοςn blow, thudby a mourner's hand, on the headE.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κτύπημα
Headword (normalized):
κτύπημα
Headword (normalized/stripped):
κτυπημα
IDX:
23683
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23684
Key:
κτύπημα

Data

{'headword_display': '<b>κτύπημα</b>', 'content': "<NE><HG><HL>κτύπημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>blow, thud<Expl>by a mourner's hand, on the head</Expl></Tr><Au>E.</Au></nS1></NE>", 'key': 'κτύπημα'}