Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κτίδεος
κτίζω
κτιλόομαι
κτίλος
κτίσις
κτίσμα
κτίστης
κτιστός
κτιστύς
κτίστωρ
κτίτης
κτυπέω
κτύπημα
κτύπος
κυαθίζω
κύαθος
κυαμευτός
κυαμεύω
κύαμος
κυαμοτρώξ
κυάναιγις
View word page
κτίτης
κτίτηςουm inhabitantw.gen.of a cityE.

ShortDef

an inhabitant

Debugging

Headword:
κτίτης
Headword (normalized):
κτίτης
Headword (normalized/stripped):
κτιτης
IDX:
23681
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23682
Key:
κτίτης

Data

{'headword_display': '<b>κτίτης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κτίτης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>inhabitant<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of a city</Expl></Tr><Au>E.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κτίτης'}