Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κτῆσις
κτητέος
κτητικός
κτητός
κτήτωρ
κτίδεος
κτίζω
κτιλόομαι
κτίλος
κτίσις
κτίσμα
κτίστης
κτιστός
κτιστύς
κτίστωρ
κτίτης
κτυπέω
κτύπημα
κτύπος
κυαθίζω
κύαθος
View word page
κτίσμα
κτίσμαατοςn foundation, settlementref. to a cityCall. Plb.

ShortDef

anything created, a creature

Debugging

Headword:
κτίσμα
Headword (normalized):
κτίσμα
Headword (normalized/stripped):
κτισμα
IDX:
23676
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23677
Key:
κτίσμα

Data

{'headword_display': '<b>κτίσμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κτίσμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>foundation, settlement<Expl>ref. to a city</Expl></Tr><Au>Call. Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κτίσμα'}