Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κτῆνος
κτηνοτροφίᾱ
κτήσιος
κτῆσις
κτητέος
κτητικός
κτητός
κτήτωρ
κτίδεος
κτίζω
κτιλόομαι
κτίλος
κτίσις
κτίσμα
κτίστης
κτιστός
κτιστύς
κτίστωρ
κτίτης
κτυπέω
κτύπημα
View word page
κτιλόομαι
κτιλόομαιmid.contr.vbκτίλος of Scythian mentamethe AmazonsHdt.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κτιλόομαι
Headword (normalized):
κτιλόομαι
Headword (normalized/stripped):
κτιλοομαι
IDX:
23673
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23674
Key:
κτιλόομαι

Data

{'headword_display': '<b>κτιλόομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κτιλόομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS><Ety><Ref>κτίλος</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Indic>of Scythian men</Indic><Tr>tame</Tr><Obj>the Amazons<Au>Hdt.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'κτιλόομαι'}