Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κτηνηδόν
κτῆνος
κτῆνος
κτηνοτροφίᾱ
κτήσιος
κτῆσις
κτητέος
κτητικός
κτητός
κτήτωρ
κτίδεος
κτίζω
κτιλόομαι
κτίλος
κτίσις
κτίσμα
κτίστης
κτιστός
κτιστύς
κτίστωρ
κτίτης
View word page
κτίδεος
κτίδεοςη ονIon.adjἴκτις of a helmetof marten skinIl.

ShortDef

of a marten-cat

Debugging

Headword:
κτίδεος
Headword (normalized):
κτίδεος
Headword (normalized/stripped):
κτιδεος
IDX:
23671
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23672
Key:
κτίδεος

Data

{'headword_display': '<b>κτίδεος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κτίδεος</HL><Infl>η ον</Infl><PS>Ion.adj</PS><Ety><Ref>ἴκτις</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a helmet</Indic><Tr>of marten skin</Tr><Au>Il.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κτίδεος'}