Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κτηματικός
κτηνηδόν
κτῆνος
κτῆνος
κτηνοτροφίᾱ
κτήσιος
κτῆσις
κτητέος
κτητικός
κτητός
κτήτωρ
κτίδεος
κτίζω
κτιλόομαι
κτίλος
κτίσις
κτίσμα
κτίστης
κτιστός
κτιστύς
κτίστωρ
View word page
κτήτωρ
κτήτωροροςm ownerof a house or plot of landNT.

ShortDef

a possessor, owner

Debugging

Headword:
κτήτωρ
Headword (normalized):
κτήτωρ
Headword (normalized/stripped):
κτητωρ
IDX:
23670
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23671
Key:
κτήτωρ

Data

{'headword_display': '<b>κτήτωρ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κτήτωρ</HL><Infl>ορος</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>owner<Expl>of a house or plot of land</Expl></Tr><Au>NT.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κτήτωρ'}