Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κτέωμεν
κτῆμα
κτηματικός
κτηνηδόν
κτῆνος
κτῆνος
κτηνοτροφίᾱ
κτήσιος
κτῆσις
κτητέος
κτητικός
κτητός
κτήτωρ
κτίδεος
κτίζω
κτιλόομαι
κτίλος
κτίσις
κτίσμα
κτίστης
κτιστός
View word page
κτητικός
κτητικόςή όνadj of personsacquisitivew.gen.of thingsIsoc.of an artof acquisition, acquisitivePl. Arist.

ShortDef

acquisitive

Debugging

Headword:
κτητικός
Headword (normalized):
κτητικός
Headword (normalized/stripped):
κτητικος
IDX:
23668
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23669
Key:
κτητικός

Data

{'headword_display': '<b>κτητικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κτητικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>acquisitive<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of things</Expl></Tr><Au>Isoc.</Au></aS1><aS1><Indic>of an art</Indic><Tr>of acquisition, acquisitive</Tr><Au>Pl. Arist.</Au></aS1> </AE>', 'key': 'κτητικός'}