Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κτέρεα
κτερεΐζω
κτερίζω
κτερίσματα
κτέωμεν
κτῆμα
κτηματικός
κτηνηδόν
κτῆνος
κτῆνος
κτηνοτροφίᾱ
κτήσιος
κτῆσις
κτητέος
κτητικός
κτητός
κτήτωρ
κτίδεος
κτίζω
κτιλόομαι
κτίλος
View word page
κτηνοτροφίᾱ
κτηνοτροφίᾱᾱςfκτῆνος1τρέφω cattle-breedingPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κτηνοτροφίᾱ
Headword (normalized):
κτηνοτροφίᾱ
Headword (normalized/stripped):
κτηνοτροφια
IDX:
23664
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23665
Key:
κτηνοτροφίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>κτηνοτροφίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κτηνοτροφίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>κτῆνος<Hm>1</Hm></Ref><Ref>τρέφω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>cattle-breeding</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κτηνοτροφίᾱ'}