Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κτενῶ
κτέρεα
κτερεΐζω
κτερίζω
κτερίσματα
κτέωμεν
κτῆμα
κτηματικός
κτηνηδόν
κτῆνος
κτῆνος
κτηνοτροφίᾱ
κτήσιος
κτῆσις
κτητέος
κτητικός
κτητός
κτήτωρ
κτίδεος
κτίζω
κτιλόομαι
View word page
κτῆνος2
κτῆνος2ουm property, wealthHes.fr.

ShortDef

flocks and herds

Debugging

Headword:
κτῆνος
Headword (normalized):
κτῆνος
Headword (normalized/stripped):
κτηνος
IDX:
23663
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23664
Key:
κτῆνος_2

Data

{'headword_display': '<b>κτῆνος</b><sup>2</sup>', 'content': '<NE><HG><HL>κτῆνος<Hm>2</Hm></HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>property, wealth</Tr><Au>Hes.<Wk>fr.</Wk></Au></nS1></NE>', 'key': 'κτῆνος_2'}