Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κτενίζω
κτενισμός
κτενῶ
κτέρεα
κτερεΐζω
κτερίζω
κτερίσματα
κτέωμεν
κτῆμα
κτηματικός
κτηνηδόν
κτῆνος
κτῆνος
κτηνοτροφίᾱ
κτήσιος
κτῆσις
κτητέος
κτητικός
κτητός
κτήτωρ
κτίδεος
View word page
κτηνηδόν
κτηνηδόνadvκτῆνος1 like cattleref. to savages copulatingi.e. promiscuouslyHdt.

ShortDef

like beasts

Debugging

Headword:
κτηνηδόν
Headword (normalized):
κτηνηδόν
Headword (normalized/stripped):
κτηνηδον
IDX:
23661
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23662
Key:
κτηνηδόν

Data

{'headword_display': '<b>κτηνηδόν</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>κτηνηδόν</HL><PS>adv</PS><Ety><Ref>κτῆνος<Hm>1</Hm></Ref></Ety></vHG> <advS1><Tr>like cattle</Tr><ModVb>ref. to savages copulating<Expl>i.e. promiscuously</Expl><Au>Hdt.</Au></ModVb></advS1></AdvE>', 'key': 'κτηνηδόν'}