Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κτείς
κτενίζω
κτενισμός
κτενῶ
κτέρεα
κτερεΐζω
κτερίζω
κτερίσματα
κτέωμεν
κτῆμα
κτηματικός
κτηνηδόν
κτῆνος
κτῆνος
κτηνοτροφίᾱ
κτήσιος
κτῆσις
κτητέος
κτητικός
κτητός
κτήτωρ
View word page
κτηματικός
κτηματικόςή όνadj of personsproperty-owningland-owningPlb. Plu.

ShortDef

possessed of wealth, opulent

Debugging

Headword:
κτηματικός
Headword (normalized):
κτηματικός
Headword (normalized/stripped):
κτηματικος
IDX:
23660
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23661
Key:
κτηματικός

Data

{'headword_display': '<b>κτηματικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κτηματικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>property-owning<or/>land-owning</Tr><Au>Plb. Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κτηματικός'}