Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
κτεατίζω
κτείνω
κτείς
κτενίζω
κτενισμός
κτενῶ
κτέρεα
κτερεΐζω
κτερίζω
κτερίσματα
κτέωμεν
κτῆμα
κτηματικός
κτηνηδόν
κτῆνος
κτῆνος
κτηνοτροφίᾱ
κτήσιος
κτῆσις
κτητέος
κτητικός
View word page
κτέωμεν
κτέωμεν
ep.1pl.athem.aor.subj.
see
κτείνω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κτέωμεν
Headword (normalized):
κτέωμεν
Headword (normalized/stripped):
κτεωμεν
IDX:
23658
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23659
Key:
κτέωμεν
Data
{'headword_display': '<b>κτέωμεν</b>', 'content': '<XE><RefFm>κτέωμεν<LblR>ep.1pl.athem.aor.subj.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>κτείνω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'κτέωμεν'}