Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κτάμεναι
κτάομαι
κτάσθαι
κτέανα
κτέατα
κτεάτειρα
κτεατίζω
κτείνω
κτείς
κτενίζω
κτενισμός
κτενῶ
κτέρεα
κτερεΐζω
κτερίζω
κτερίσματα
κτέωμεν
κτῆμα
κτηματικός
κτηνηδόν
κτῆνος
View word page
κτενισμός
κτενισμόςοῦm combingof a woman's hairE.

ShortDef

a combing

Debugging

Headword:
κτενισμός
Headword (normalized):
κτενισμός
Headword (normalized/stripped):
κτενισμος
IDX:
23652
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23653
Key:
κτενισμός

Data

{'headword_display': '<b>κτενισμός</b>', 'content': "<NE><HG><HL>κτενισμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>combing<Expl>of a woman's hair</Expl></Tr><Au>E.</Au></nS1></NE>", 'key': 'κτενισμός'}