Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀεικείη
ἀεικέλιος
ἀεικής
ἀεικίζω
ἀεικῑ́νητος
ἀεικοίμᾱτος
ἀειλογίᾱ
ἀείμνηστος
ἀείνως
ἀείπλανος
ἀείρυτος
ἀείρω
ἀείς
ἄεισα
ἄεισι
ἄεισμα
ἀείσομαι
ᾱ̓είφρουρος
ἀειφυγίᾱ
ἀεκαζόμενος
ἀεκήλιος
View word page
ἀεί-ρυτος
ἀεί-ρυτοςονadjῥυτός of a springever-flowingS.

ShortDef

ever-flowing

Debugging

Headword:
ἀείρυτος
Headword (normalized):
ἀείρυτος
Headword (normalized/stripped):
αειρυτος
IDX:
2363
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2364
Key:
ἀείρυτος

Data

{'headword_display': '<b>ἀεί-ρυτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀεί-ρυτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ῥυτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a spring</Indic><Tr>ever-flowing</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀείρυτος'}