Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κρόσσαι
κροσσωτός
κροταλίζω
κρόταλον
κρόταφος
κροτέω
κρότημα
κροτησμός
κροτητός
κρότος
κροτών
κροῦμα
κρουνός
κρουνοχυτροληραῖον
κρούνωμα
κρουσιδημέω
κροῦσις
κρουσματικός
κρουστικός
κρουφάδᾱν
κρούω
View word page
κροτών
κροτώνῶνοςm a kind of parasitic insecttickMen.

ShortDef

tick, Ixodes ricinus

Debugging

Headword:
κροτών
Headword (normalized):
κροτών
Headword (normalized/stripped):
κροτων
IDX:
23602
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23603
Key:
κροτών

Data

{'headword_display': '<b>κροτών</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κροτών</HL><Infl>ῶνος</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>a kind of parasitic insect</Def><Tr>tick</Tr><Au>Men.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κροτών'}