Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κρόμμυον
κρομμυοξυρεγμίᾱ
Κρόνος
κρόσσαι
κροσσωτός
κροταλίζω
κρόταλον
κρόταφος
κροτέω
κρότημα
κροτησμός
κροτητός
κρότος
κροτών
κροῦμα
κρουνός
κρουνοχυτροληραῖον
κρούνωμα
κρουσιδημέω
κροῦσις
κρουσματικός
View word page
κροτησμός
κροτησμόςοῦm beating, poundingon a shield, by an enemyA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κροτησμός
Headword (normalized):
κροτησμός
Headword (normalized/stripped):
κροτησμος
IDX:
23599
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23600
Key:
κροτησμός

Data

{'headword_display': '<b>κροτησμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κροτησμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>beating, pounding<Expl>on a shield, by an enemy</Expl></Tr><Au>A.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κροτησμός'}