Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κροκόδειλος
κροκόεις
κροκόπεπλος
κρόκος
κροκύς
κροκώδης
κροκωτίδιον
κροκωτός
κροκωτοφορέω
κρόμμυον
κρομμυοξυρεγμίᾱ
Κρόνος
κρόσσαι
κροσσωτός
κροταλίζω
κρόταλον
κρόταφος
κροτέω
κρότημα
κροτησμός
κροτητός
View word page
κρομμυ-οξυρεγμίᾱ
κρομμυ-οξυρεγμίᾱᾱςfὀξύςἐρεύγομαι acidic belching caused by eating onionssour onion belchAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κρομμυοξυρεγμίᾱ
Headword (normalized):
κρομμυοξυρεγμίᾱ
Headword (normalized/stripped):
κρομμυοξυρεγμια
IDX:
23590
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23591
Key:
κρομμυοξυρεγμίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>κρομμυ-οξυρεγμίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κρομμυ-οξυρεγμίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ὀξύς</Ref><Ref>ἐρεύγομαι</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>acidic belching caused by eating onions</Def><Tr>sour onion belch</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κρομμυοξυρεγμίᾱ'}