Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κροκόβαπτος
κροκοβαφής
κροκόδειλος
κροκόεις
κροκόπεπλος
κρόκος
κροκύς
κροκώδης
κροκωτίδιον
κροκωτός
κροκωτοφορέω
κρόμμυον
κρομμυοξυρεγμίᾱ
Κρόνος
κρόσσαι
κροσσωτός
κροταλίζω
κρόταλον
κρόταφος
κροτέω
κρότημα
View word page
κροκωτο-φορέω
κροκωτο-φορέωcontr.vb wear a saffron gownAr.

ShortDef

wear the κροκωτός, a saffron-colored garment

Debugging

Headword:
κροκωτοφορέω
Headword (normalized):
κροκωτοφορέω
Headword (normalized/stripped):
κροκωτοφορεω
IDX:
23588
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23589
Key:
κροκωτοφορέω

Data

{'headword_display': '<b>κροκωτο-φορέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κροκωτο-φορέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>wear a saffron gown</Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'κροκωτοφορέω'}