Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κριτός
κροαίνω
κροκάλαι
κρόκεος
κρόκη
κροκήιος
κροκίζω
κρόκινος
κροκόβαπτος
κροκοβαφής
κροκόδειλος
κροκόεις
κροκόπεπλος
κρόκος
κροκύς
κροκώδης
κροκωτίδιον
κροκωτός
κροκωτοφορέω
κρόμμυον
κρομμυοξυρεγμίᾱ
View word page
κροκόδειλος
κροκόδειλοςor perh.κροκόδῑλος
alsoκερκύδῑλοςHippon.
ουm
lizardHippon. Hdt. crocodileHdt.

ShortDef

a lizard (see -διλος)

Debugging

Headword:
κροκόδειλος
Headword (normalized):
κροκόδειλος
Headword (normalized/stripped):
κροκοδειλος
IDX:
23580
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23581
Key:
κροκόδειλος

Data

{'headword_display': '<b>κροκόδειλος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κροκόδειλος<VL><Lbl>or perh.</Lbl><FmHL>κροκόδῑλος</FmHL></VL></HL><DL><Lbl>also</Lbl><FmHL>κερκύδῑλος</FmHL><Au>Hippon.</Au></DL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>lizard</Tr><Au>Hippon. Hdt.</Au></nS1> <nS1><Tr>crocodile</Tr><Au>Hdt.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κροκόδειλος'}