Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κριτής
Κριτίᾱς
κριτικός
κριτός
κροαίνω
κροκάλαι
κρόκεος
κρόκη
κροκήιος
κροκίζω
κρόκινος
κροκόβαπτος
κροκοβαφής
κροκόδειλος
κροκόεις
κροκόπεπλος
κρόκος
κροκύς
κροκώδης
κροκωτίδιον
κροκωτός
View word page
κρόκινος
κρόκινοςη ονadj of a perfumed ointmentmade from saffronPlb.

ShortDef

of saffron

Debugging

Headword:
κρόκινος
Headword (normalized):
κρόκινος
Headword (normalized/stripped):
κροκινος
IDX:
23577
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23578
Key:
κρόκινος

Data

{'headword_display': '<b>κρόκινος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κρόκινος</HL><Infl>η ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a perfumed ointment</Indic><Tr>made from saffron</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κρόκινος'}