Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀειγενής
ἀείδελος
ἀειδής
ἀείδω
ἀείζωος
ἀειζώων
ἀειθαλής
ἀεικείη
ἀεικέλιος
ἀεικής
ἀεικίζω
ἀεικῑ́νητος
ἀεικοίμᾱτος
ἀειλογίᾱ
ἀείμνηστος
ἀείνως
ἀείπλανος
ἀείρυτος
ἀείρω
ἀείς
ἄεισα
View word page
ἀεικίζω
ἀεικίζωep.vbseeᾀκίζω

ShortDef

to treat unseemly, injure, abuse

Debugging

Headword:
ἀεικίζω
Headword (normalized):
ἀεικίζω
Headword (normalized/stripped):
αεικιζω
IDX:
2356
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2357
Key:
ἀεικίζω

Data

{'headword_display': '<b>ἀεικίζω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἀεικίζω</HL><PS>ep.vb</PS></HG><XR>see<Ref>ᾀκίζω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀεικίζω'}