Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κρίμνημι
κρῖμνον
κρῑμνώδης
κρίνον
κρῑ́νω
κρῑοκοπέω
κρῑοπρόσωπος
κρῑός
Κρῖσα
κρίσις
κρισσός
κριτέον
κριτήριον
κριτής
Κριτίᾱς
κριτικός
κριτός
κροαίνω
κροκάλαι
κρόκεος
κρόκη
View word page
κρισσός
κρισσόςοῦmvaricose veinin a horse's legX.

ShortDef

enlarged vein; knot on a tree

Debugging

Headword:
κρισσός
Headword (normalized):
κρισσός
Headword (normalized/stripped):
κρισσος
IDX:
23564
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23565
Key:
κρισσός

Data

{'headword_display': '<b>κρισσός</b>', 'content': "<NE><HG><HL>κρισσός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG><nS1><Tr>varicose vein<Expl>in a horse's leg</Expl></Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>", 'key': 'κρισσός'}