Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀεί
ἀειγενής
ἀείδελος
ἀειδής
ἀείδω
ἀείζωος
ἀειζώων
ἀειθαλής
ἀεικείη
ἀεικέλιος
ἀεικής
ἀεικίζω
ἀεικῑ́νητος
ἀεικοίμᾱτος
ἀειλογίᾱ
ἀείμνηστος
ἀείνως
ἀείπλανος
ἀείρυτος
ἀείρω
ἀείς
View word page
ἀεικής
ἀεικήςep.Ion.adjseeᾀκής

ShortDef

unseemly, shameful

Debugging

Headword:
ἀεικής
Headword (normalized):
ἀεικής
Headword (normalized/stripped):
αεικης
IDX:
2355
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2356
Key:
ἀεικής

Data

{'headword_display': '<b>ἀεικής</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἀεικής</HL><PS>ep.Ion.adj</PS></HG><XR>see<Ref>ᾀκής</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀεικής'}