Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀεθλοφόρος
ἀεί
ἀειγενής
ἀείδελος
ἀειδής
ἀείδω
ἀείζωος
ἀειζώων
ἀειθαλής
ἀεικείη
ἀεικέλιος
ἀεικής
ἀεικίζω
ἀεικῑ́νητος
ἀεικοίμᾱτος
ἀειλογίᾱ
ἀείμνηστος
ἀείνως
ἀείπλανος
ἀείρυτος
ἀείρω
View word page
ἀεικέλιος
ἀεικέλιοςep.Ion.adjseeᾀκέλιος

ShortDef

woeful, ill-favored, disgraceful

Debugging

Headword:
ἀεικέλιος
Headword (normalized):
ἀεικέλιος
Headword (normalized/stripped):
αεικελιος
IDX:
2354
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2355
Key:
ἀεικέλιος

Data

{'headword_display': '<b>ἀεικέλιος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἀεικέλιος</HL><PS>ep.Ion.adj</PS></HG><XR>see<Ref>ᾀκέλιος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀεικέλιος'}