Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀεθλοφορέω
ἀεθλοφόρος
ἀεί
ἀειγενής
ἀείδελος
ἀειδής
ἀείδω
ἀείζωος
ἀειζώων
ἀειθαλής
ἀεικείη
ἀεικέλιος
ἀεικής
ἀεικίζω
ἀεικῑ́νητος
ἀεικοίμᾱτος
ἀειλογίᾱ
ἀείμνηστος
ἀείνως
ἀείπλανος
ἀείρυτος
View word page
ἀεικείη
ἀεικείηIon.fseeᾄκεια

ShortDef

disfigurement

Debugging

Headword:
ἀεικείη
Headword (normalized):
ἀεικείη
Headword (normalized/stripped):
αεικειη
IDX:
2353
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2354
Key:
ἀεικείη

Data

{'headword_display': '<b>ἀεικείη</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἀεικείη</HL><PS>Ion.f</PS></HG><XR>see<Ref>ᾄκεια</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀεικείη'}