Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κρημνώδης
κρῆναι
κρηναῖος
κρήνη
κρηνῑ́ς
κρῆνον
κρηπῑ́ς
Κρής
κρῆς
κρησέρᾱ
Κρήσιος
κρῆσις
Κρῆσσα
κρησφύγετον
Κρῆτες
Κρήτη
κρητήρ
Κρητίζω
Κρητικός
κρητισμός
κρῖ
View word page
Κρήσιος
Κρήσιοςadjsee underΚρῆτες

ShortDef

Cretan

Debugging

Headword:
Κρήσιος
Headword (normalized):
κρήσιος
Headword (normalized/stripped):
κρησιος
IDX:
23528
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23529
Key:
Κρήσιος

Data

{'headword_display': '<b>Κρήσιος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>Κρήσιος</HL><PS>adj</PS></HG><XR>see under<Ref>Κρῆτες</Ref></XR> </XE>', 'key': 'Κρήσιος'}