Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀέθλιον
ἄεθλον
ἀεθλονῑκίᾱ
ἄεθλος
ἀεθλοφορέω
ἀεθλοφόρος
ἀεί
ἀειγενής
ἀείδελος
ἀειδής
ἀείδω
ἀείζωος
ἀειζώων
ἀειθαλής
ἀεικείη
ἀεικέλιος
ἀεικής
ἀεικίζω
ἀεικῑ́νητος
ἀεικοίμᾱτος
ἀειλογίᾱ
View word page
ἀείδω
ἀείδωvbseeᾄδω

ShortDef

to sing

Debugging

Headword:
ἀείδω
Headword (normalized):
ἀείδω
Headword (normalized/stripped):
αειδω
IDX:
2349
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2350
Key:
ἀείδω

Data

{'headword_display': '<b>ἀείδω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἀείδω</HL><PS>vb</PS></HG><XR>see<Ref>ᾄδω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀείδω'}