Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποπρίασθαι
ἀποπρῑ́ω
ἄποπρο
ἀποπροαιρέω
ἀποπροβάλλω
ἀποπροέηκε
ἀπόπροθεν
ἀπόπροθι
ἀποπροθρῴσκω
ἀποπροΐημι
ἀποπρολείπω
ἀποπροτέμνω
ἀποπτοέομαι
ἀπόπτολις
ἄποπτος
ἀπόπτυστος
ἀποπτῡ́ω
ἀπόπτωμα
ἀποπῡδαρίζω
ἀποπυνθάνομαι
ἀποπῡτίζω
View word page
ἀπο-προλείπω
ἀποπρολείπωvb leave far behindsomeone, one's home, an islandHes.fr. AR. Mosch.

ShortDef

leave far behind

Debugging

Headword:
ἀποπρολείπω
Headword (normalized):
ἀποπρολείπω
Headword (normalized/stripped):
αποπρολειπω
IDX:
234
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-235
Key:
ἀποπρολείπω

Data

{'headword_display': '<b>ἀπο-προλείπω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>ἀπο<hyph/>προλείπω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>leave far behind</Tr><Obj>someone, one's home, an island<Au>Hes.<Wk>fr.</Wk> AR. Mosch.</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'ἀποπρολείπω'}