Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀεθλεύω
ἀεθλητήρ
ἀέθλιον
ἄεθλον
ἀεθλονῑκίᾱ
ἄεθλος
ἀεθλοφορέω
ἀεθλοφόρος
ἀεί
ἀειγενής
ἀείδελος
ἀειδής
ἀείδω
ἀείζωος
ἀειζώων
ἀειθαλής
ἀεικείη
ἀεικέλιος
ἀεικής
ἀεικίζω
ἀεικῑ́νητος
View word page
ἀείδελος
ἀείδελοςονadjreltd.ἀίδηλος unseen, invisibleHes.fr.

ShortDef

unseen, dark

Debugging

Headword:
ἀείδελος
Headword (normalized):
ἀείδελος
Headword (normalized/stripped):
αειδελος
IDX:
2347
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2348
Key:
ἀείδελος

Data

{'headword_display': '<b>ἀείδελος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀείδελος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety>reltd.<Ref>ἀίδηλος</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>unseen, invisible</Tr><Au>Hes.<Wk>fr.</Wk></Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀείδελος'}