Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κρατήσιππος
κρᾱτί
κρατιστεύω
κράτιστος
κρᾱτός
κράτος
κρατῡ́νω
κρατύς
κρᾱ́των
κραυγάζω
κραυγάνομαι
κραυγή
κραῦρος
κρεάγρᾱ
κρεᾴδιον
κρεᾱνομέω
κρεᾱνόμος
κρέας
κρεαφαγέω
κρεγμός
κρείοισα
View word page
κραυγάνομαι
κραυγάνομαιmid.vb of a babybawlHdt.

ShortDef

bay, croak, cry aloud

Debugging

Headword:
κραυγάνομαι
Headword (normalized):
κραυγάνομαι
Headword (normalized/stripped):
κραυγανομαι
IDX:
23467
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23468
Key:
κραυγάνομαι

Data

{'headword_display': '<b>κραυγάνομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κραυγάνομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of a baby</Indic><Tr>bawl</Tr><Au>Hdt.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'κραυγάνομαι'}