Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄδωρος
ἀδώτης
ἀέ
ἀεθλεύω
ἀεθλητήρ
ἀέθλιον
ἄεθλον
ἀεθλονῑκίᾱ
ἄεθλος
ἀεθλοφορέω
ἀεθλοφόρος
ἀεί
ἀειγενής
ἀείδελος
ἀειδής
ἀείδω
ἀείζωος
ἀειζώων
ἀειθαλής
ἀεικείη
ἀεικέλιος
View word page
ἀεθλοφόρος
ἀεθλοφόροςIon.adjseeᾱ̓θλοφόρος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀεθλοφόρος
Headword (normalized):
ἀεθλοφόρος
Headword (normalized/stripped):
αεθλοφορος
IDX:
2344
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2345
Key:
ἀεθλοφόρος

Data

{'headword_display': '<b>ἀεθλοφόρος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἀεθλοφόρος</HL><PS>Ion.adj</PS></HG><XR>see<Ref>ᾱ̓θλοφόρος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀεθλοφόρος'}