Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κράνεια
κρανέινος
κρανέω
Κρᾱνίδες
κρᾱνίον
κρᾱνίον
κρᾱνῑ́ς
κρανοποιέω
κρανοποιός
κράνος
κράντορες
κρανῶ
κρᾱ́ς
κρᾶσις
κράσπεδα
κρασπεδόομαι
κρᾶτα
κραταίβολος
κραταιγύαλος
κραταιίς
κραταίλεως
View word page
κράντορες
κράντορεςωνm.plκραίνω men in chargeleaders, chiefsw.gen.of a landE.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κράντορες
Headword (normalized):
κράντορες
Headword (normalized/stripped):
κραντορες
IDX:
23430
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23431
Key:
κράντορες

Data

{'headword_display': '<b>κράντορες</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κράντορες</HL><Infl>ων</Infl><PS>m.pl</PS><Ety><Ref>κραίνω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>men in charge</Def><Tr>leaders, chiefs<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of a land</Expl></Tr><Au>E.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κράντορες'}