Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κρανάινος
κραναός
κράνεια
κρανέινος
κρανέω
Κρᾱνίδες
κρᾱνίον
κρᾱνίον
κρᾱνῑ́ς
κρανοποιέω
κρανοποιός
κράνος
κράντορες
κρανῶ
κρᾱ́ς
κρᾶσις
κράσπεδα
κρασπεδόομαι
κρᾶτα
κραταίβολος
κραταιγύαλος
View word page
κρανο-ποιός
κρανοποιόςοῦmκράνοςποιέω helmet-makerAr.

ShortDef

a helmet-maker

Debugging

Headword:
κρανοποιός
Headword (normalized):
κρανοποιός
Headword (normalized/stripped):
κρανοποιος
IDX:
23428
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23429
Key:
κρανοποιός

Data

{'headword_display': '<b>κρανο-ποιός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κρανο<hyph/>ποιός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>κράνος</Ref><Ref>ποιέω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>helmet-maker</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κρανοποιός'}