Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Κραναΐδαι
κρανάινος
κραναός
κράνεια
κρανέινος
κρανέω
Κρᾱνίδες
κρᾱνίον
κρᾱνίον
κρᾱνῑ́ς
κρανοποιέω
κρανοποιός
κράνος
κράντορες
κρανῶ
κρᾱ́ς
κρᾶσις
κράσπεδα
κρασπεδόομαι
κρᾶτα
κραταίβολος
View word page
κρανοποιέω
κρανοποιέωcontr.vbκρανοποιός fig., of a playwright, using military termsmake helmetsAr.

ShortDef

to make helmets

Debugging

Headword:
κρανοποιέω
Headword (normalized):
κρανοποιέω
Headword (normalized/stripped):
κρανοποιεω
IDX:
23427
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23428
Key:
κρανοποιέω

Data

{'headword_display': '<b>κρανοποιέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κρανοποιέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>κρανοποιός</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Indic>fig., of a playwright, using military terms</Indic><Tr>make helmets</Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'κρανοποιέω'}