Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κραιπνοφόρος
κρᾱ́κτης
κράμβη
κράμβος
κρᾱ́νᾱ
κραναήπεδος
Κραναΐδαι
κρανάινος
κραναός
κράνεια
κρανέινος
κρανέω
Κρᾱνίδες
κρᾱνίον
κρᾱνίον
κρᾱνῑ́ς
κρανοποιέω
κρανοποιός
κράνος
κράντορες
κρανῶ
View word page
κρανέινος
κρανέινοςv.l.κρανάινοςη ονadj metri grat. hHom. of a bow, javelin, lanceof cornel woodhHom. Hdt. X.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κρανέινος
Headword (normalized):
κρανέινος
Headword (normalized/stripped):
κρανεινος
IDX:
23421
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23422
Key:
κρανέινος

Data

{'headword_display': '<b>κρανέινος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κρανέινος<VL><Lbl>v.l.</Lbl><FmHL>κρανάινος</FmHL></VL></HL><Infl>η ον</Infl><PS>adj</PS><FG><Case><Lbl><Gr>ῑ</Gr> <ital>metri grat.</ital> <Au>hHom.</Au></Lbl></Case></FG></HG> <aS1><Indic>of a bow, javelin, lance</Indic><Tr>of cornel wood</Tr><Au>hHom. Hdt. X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κρανέινος'}