Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κραιπαλόκωμος
κραιπνός
κραιπνόσυτος
κραιπνοφόρος
κρᾱ́κτης
κράμβη
κράμβος
κρᾱ́νᾱ
κραναήπεδος
Κραναΐδαι
κρανάινος
κραναός
κράνεια
κρανέινος
κρανέω
Κρᾱνίδες
κρᾱνίον
κρᾱνίον
κρᾱνῑ́ς
κρανοποιέω
κρανοποιός
View word page
κρανάινος
κρανάινοςadjseeκρανέινος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κρανάινος
Headword (normalized):
κρανάινος
Headword (normalized/stripped):
κραναινος
IDX:
23418
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23419
Key:
κρανάινος

Data

{'headword_display': '<b>κρανάινος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>κρανάινος</HL><PS>adj</PS></HG><XR>see<Ref>κρανέινος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'κρανάινος'}