Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κραδίᾱ
κρᾱ́ζω
κραίνω
κραιπαλάω
κραιπάλη
κραιπαλόκωμος
κραιπνός
κραιπνόσυτος
κραιπνοφόρος
κρᾱ́κτης
κράμβη
κράμβος
κρᾱ́νᾱ
κραναήπεδος
Κραναΐδαι
κρανάινος
κραναός
κράνεια
κρανέινος
κρανέω
Κρᾱνίδες
View word page
κράμβη
κράμβηηςf cabbageHippon. Anan.

ShortDef

cabbage, kail

Debugging

Headword:
κράμβη
Headword (normalized):
κράμβη
Headword (normalized/stripped):
κραμβη
IDX:
23413
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23414
Key:
κράμβη

Data

{'headword_display': '<b>κράμβη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κράμβη</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>cabbage</Tr><Au>Hippon. Anan.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κράμβη'}