Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κρᾱ́δεμνον
κράδη
κραδίᾱ
κρᾱ́ζω
κραίνω
κραιπαλάω
κραιπάλη
κραιπαλόκωμος
κραιπνός
κραιπνόσυτος
κραιπνοφόρος
κρᾱ́κτης
κράμβη
κράμβος
κρᾱ́νᾱ
κραναήπεδος
Κραναΐδαι
κρανάινος
κραναός
κράνεια
κρανέινος
View word page
κραιπνο-φόρος
κραιπνο-φόροςονadjφέρω of windsgiving swift conveyanceto a winged chariotA.

ShortDef

swift-bearing

Debugging

Headword:
κραιπνοφόρος
Headword (normalized):
κραιπνοφόρος
Headword (normalized/stripped):
κραιπνοφορος
IDX:
23411
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23412
Key:
κραιπνοφόρος

Data

{'headword_display': '<b>κραιπνο-φόρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κραιπνο-φόρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φέρω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of winds</Indic><Tr>giving swift conveyance<Expl>to a winged chariot</Expl></Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κραιπνοφόρος'}