Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κουροβόρος
κοῦρος
κουροσύνᾱ
κουρότερος
κουροτόκος
κουροτρόφος
κουστωδίᾱ
κουφίζω
κούφισις
κουφίσματα
κουφισμός
κουφολογίᾱ
κουφόνοος
κοῦφος
κουφότης
κόφινος
κοχλίᾱς
κόχλος
κοχυδέω
κοχώνη
κόψιχος
View word page
κουφισμός
κουφισμόςοῦm making lighterlessening, reductionof a city's populationPlu.w.gen.of jealousyPlu.

ShortDef

remission

Debugging

Headword:
κουφισμός
Headword (normalized):
κουφισμός
Headword (normalized/stripped):
κουφισμος
IDX:
23382
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23383
Key:
κουφισμός

Data

{'headword_display': '<b>κουφισμός</b>', 'content': "<NE><HG><HL>κουφισμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>making lighter</Def><Tr>lessening, reduction<Expl>of a city's population</Expl></Tr><Au>Plu.</Au><nS2><Indic><GLbl>w.gen.</GLbl>of jealousy</Indic><Au>Plu.</Au></nS2></nS1></NE>", 'key': 'κουφισμός'}