Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κουρίς
κουροβόρος
κοῦρος
κουροσύνᾱ
κουρότερος
κουροτόκος
κουροτρόφος
κουστωδίᾱ
κουφίζω
κούφισις
κουφίσματα
κουφισμός
κουφολογίᾱ
κουφόνοος
κοῦφος
κουφότης
κόφινος
κοχλίᾱς
κόχλος
κοχυδέω
κοχώνη
View word page
κουφίσματα
κουφίσματατωνn.pl collectv.support for an old man, w.gen. fr. another's handE.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κουφίσματα
Headword (normalized):
κουφίσματα
Headword (normalized/stripped):
κουφισματα
IDX:
23381
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23382
Key:
κουφίσματα

Data

{'headword_display': '<b>κουφίσματα</b>', 'content': "<NE><HG><HL>κουφίσματα</HL><Infl>των</Infl><PS>n.pl</PS></HG> <nS1><Indic>collectv.</Indic><Tr>support <Expl>for an old man, <GLbl>w.gen.</GLbl> fr. another's hand</Expl></Tr><Au>E.</Au></nS1></NE>", 'key': 'κουφίσματα'}