Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κοσμοποιέω
κοσμοποιίᾱ
κοσμόπολις
κόσμος
κόσος
κόσσυφος
κοταίνω
κότε
κότερος
κοτέω
κοτήεις
κοτινηφόρος
κότινος
κοτινοτράγος
κότος
κοττάβεια
κοτταβίζω
κότταβος
κοτύλη
κοτυληδών
κοτυλήρυτος
View word page
κοτήεις
κοτήειςεσσα ενadj of a godresentful, angryIl.

ShortDef

wrathful, jealous

Debugging

Headword:
κοτήεις
Headword (normalized):
κοτήεις
Headword (normalized/stripped):
κοτηεις
IDX:
23338
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23339
Key:
κοτήεις

Data

{'headword_display': '<b>κοτήεις</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κοτήεις</HL><Infl>εσσα εν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a god</Indic><Tr>resentful, angry</Tr><Au>Il.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κοτήεις'}