Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κοσμέω
κόσμημα
κόσμησις
κοσμητήρ
κοσμητής
κοσμητικός
κοσμητός
κοσμήτωρ
κόσμια
κόσμιος
κοσμιότης
κοσμοποιέω
κοσμοποιίᾱ
κοσμόπολις
κόσμος
κόσος
κόσσυφος
κοταίνω
κότε
κότερος
κοτέω
View word page
κοσμιότης
κοσμιότηςητοςf usu. w. moral connot.orderly behaviour, propriety, decorumAr. Pl. D. Arist.

ShortDef

propriety, decorum, orderly behaviour

Debugging

Headword:
κοσμιότης
Headword (normalized):
κοσμιότης
Headword (normalized/stripped):
κοσμιοτης
IDX:
23327
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23328
Key:
κοσμιότης

Data

{'headword_display': '<b>κοσμιότης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κοσμιότης</HL><Infl>ητος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Indic>usu. w. moral connot.</Indic><Tr>orderly behaviour, propriety, decorum</Tr><Au>Ar. Pl. D. Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κοσμιότης'}