Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κορωνίς
κορωνός
κοσκινόμαντις
κόσκινον
κοσκυλμάτια
κοσμέω
κόσμημα
κόσμησις
κοσμητήρ
κοσμητής
κοσμητικός
κοσμητός
κοσμήτωρ
κόσμια
κόσμιος
κοσμιότης
κοσμοποιέω
κοσμοποιίᾱ
κοσμόπολις
κόσμος
κόσος
View word page
κοσμητικός
κοσμητικόςή όνadj fem.sb.art of decoration or adornmentPl.

ShortDef

skilled in arranging

Debugging

Headword:
κοσμητικός
Headword (normalized):
κοσμητικός
Headword (normalized/stripped):
κοσμητικος
IDX:
23322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23323
Key:
κοσμητικός

Data

{'headword_display': '<b>κοσμητικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κοσμητικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><SGrm><GLbl>fem.sb.</GLbl><Def>art of decoration or adornment</Def><Au>Pl.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'κοσμητικός'}