Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κορυφαῖον
κορυφαῖος
κορυφή
κορυφόω
κορώνεως
κορώνη
κορωνιάω
κορωνίς
κορωνός
κοσκινόμαντις
κόσκινον
κοσκυλμάτια
κοσμέω
κόσμημα
κόσμησις
κοσμητήρ
κοσμητής
κοσμητικός
κοσμητός
κοσμήτωρ
κόσμια
View word page
κόσκινον
κόσκινονουn sieveSemon. Ar. Pl. Plb. Plu.

ShortDef

a sieve

Debugging

Headword:
κόσκινον
Headword (normalized):
κόσκινον
Headword (normalized/stripped):
κοσκινον
IDX:
23315
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23316
Key:
κόσκινον

Data

{'headword_display': '<b>κόσκινον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κόσκινον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>sieve</Tr><Au>Semon. Ar. Pl. Plb. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κόσκινον'}